αγωνίζομαι

αγωνίζομαι
(Α ἀγωνίζομαι)
1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο
2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ
3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω
αρχ.
1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας σοφιστικά επιχειρήματα, επιχειρηματολογώ
2. αγορεύω στο δικαστήριο, υπερασπίζομαι μια υπόθεση
3. επωφελούμαι από κάτι
4. εξασκούμαι
5. παθ. φέρομαι σε πέρας, διεξάγομαι, κρίνομαι σε αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγών.
ΠΑΡ. ἀγώνισμα, ἀγωνιστής
αρχ.
ἀγώνισις, ἀγωνισμός, ἀγωνιστήριον, ἀγωνιστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγωνίζομαι — αγωνίζομαι, αγωνίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀγωνίζομαι — contend for a prize pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνίζομαι — αγωνίστηκα 1. παίρνω μέρος σε αθλητικούς αγώνες: Στη σφαιροβολία αγωνίστηκαν δέκα αθλητές. 2. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, κοπιάζω: Αγωνίζεται να βγάλει το ψωμί του. 3. πολεμώ, μάχομαι: Οι αντίπαλοι στρατοί αγωνίστηκαν σκληρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωνιέμαι — αγωνίζομαι* …   Dictionary of Greek

  • ἀγωνίσασθε — ἀγωνίζομαι contend for a prize aor imperat mp 2nd pl ἀ̱γωνίσασθε , ἀγωνίζομαι contend for a prize aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) ἀγωνίζομαι contend for a prize aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιζομένων — ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp fem gen pl ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιζόμενον — ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp masc acc sg ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιουμένω — ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric) ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc/neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιουμένων — ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp fem gen pl (attic epic doric) ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιούμενον — ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc acc sg (attic epic doric) ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”